- ἡδανός
- ἡδᾰνός, ή, όν,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηδανός — ἡδανός, ή, όν (Μ) τ. που πλάστηκε από τους γραμματικούς, για να εξηγήσουν τον τ. εδανός (Ι)*, ο οποίος είχε παρετυμολογικά συνδεθεί με το επίθ. ηδύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
ἡδανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδανόν — ἡδανός masc acc sg ἡδανός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εδανός — (I) ἑδανός, ή, όν (Α) (για το λάδι) εύγευστος, λαμπρός (πρβλ. και ηδανός). (II) ἐδανός, ή, όν (Α) 1. βρώσιμος, φαγώσιμος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐδανόν η τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εδ τού έδω*] … Dictionary of Greek